- καταυχέω
- κατ-αυχέω,A exult in,
πλήθει καταυχήσας νεῶν A.Pers.352
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλήθει καταυχήσας νεῶν A.Pers.352
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυχηθήσονται — καταυχέω exult in fut ind pass 3rd pl καταυχέω exult in fut ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυχήσας — καταυχήσᾱς , καταυχέω exult in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταυχήσᾱς , καταυχέω exult in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)